- φωτογένεια
- η1) фотогеничность; 2) излучение света, фосфоресценция (животных и растений)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτογένεια — η 1. η γένεση φωτός, η αυτόματη εκπομπή φωτός από ορισμένα ζώα και φυτά. 2. η ιδιότητα ορισμένων ατόμων να φαίνονται έντονα και ζωηρά τα χαρακτηριστικά τους στη φωτογράφηση ή κινηματογράφηση: Αυτή η ηθοποιός έχει μεγάλη φωτογένεια, αλλά αν τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτογένεια — η, Ν [φωτογενής] 1. αυτόματη εκπομπή φωτός από ζώα και φυτά 2. η ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων να φαίνονται ζωηρά τα χαρακτηριστικά τους κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση … Dictionary of Greek
σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… … Dictionary of Greek
φωτογενής — ές, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει φωτογένεια, τού οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο») μσν. αυτός που γεννήθηκε από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + γενής (< γένος <… … Dictionary of Greek
φωτογονία — η, ΝΑ [φωτογόνος] παραγωγή φωτός νεοελλ. 1. φωτογένεια 2. φωσφορισμός … Dictionary of Greek
Γκάρμπο, Γκρέτα — (Greta Garbo, Στοκχόλμη 1905 – Νέα Υόρκη 1990). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σουηδέζας ηθοποιού του κινηματογράφου Γκρέτα Γκούσταφσον (Greta Gustafsson).Εργάστηκε αρχικά σε κομμωτήριο και έπειτα ως μαθητευόμενη στα μεγάλα καταστήματα PUB, όπου της… … Dictionary of Greek
Ντελίκ, Λουί — (Luis Delluc, Καντουέν, 1890 – Παρίσι 1924). Γάλλος σεναριογράφος, σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου. Στη λιγόχρονη ζωή του ανέπτυξε μια έντονη θορυβώδη δραστηριότητα συγγραφέα, κριτικού, κινηματογραφιστή, ασκώντας σημαντική επίδραση… … Dictionary of Greek